Τον Μάη του 2019 διεξήχθησαν οι εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση με ένα σύστημα απλής αναλογικής. Νομίζω είναι κοινώς παραδεκτό πως η απλή αναλογική είναι το πιο αντιπροσωπευτικό εκλογικό σύστημα.
Το μειονέκτημα της όμως είναι πως σπάνια δίνει αυτοδύναμα σχήματα διακυβέρνησης.
Η εφαρμογή της απαιτεί υψηλή πολιτική παιδεία, κουλτούρα συλλογικής διακυβέρνησης και σεβασμό στη λαϊκή ετυμηγορία.
Οφείλω να πω εδώ πως κατά τη γνώμη μου η εκλογική διαδικασία δεν είναι απλώς ένας αγώνας κατάληψης της εξουσίας. Αποτελεί για τους πολίτες μια κορυφαία πράξη, που απεικονίζει σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις και το όραμα τους.
Είναι επίσης κοινώς παραδεκτό πως η τοπική αυτοδιοίκηση είναι η πιο κοντινή εξουσία για τους πολίτες. Αφουγκράζεται τις αγωνίες τους, είναι κοντά στα καθημερινά προβλήματα τους, εμπνέει με οράματα και δίνει λύσεις με προοπτική.
Μετά από την τελευταία εκλογική διαδικασία σε αρκετούς δήμους και περιφέρειες διαμορφώθηκε ένα προκλητικό πεδίο για τις παρατάξεις που συμμετείχαν στις εκλογές.
Κι αυτό γιατί έπρεπε να αποδειχτεί στην πράξη πως το εκλογικό αποτέλεσμα μπορούσε να μεταφραστεί σε πολιτικό πρόγραμμα και πρόταγμα διοίκησης. Ήταν το σημείο συνάντησης των λόγων με τα έργα, της ιδεολογίας με την πολιτική.
Ωστόσο, στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι ιδέες δεν συναντήθηκαν με τις επιλογές και τα λόγια δεν έγιναν πράξη. Τουναντίον, κυριάρχησαν κι έπειτα εδραιώθηκαν αντίθετες από τις εκφρασμένες απόψεις οι οποίες παρουσιάσθηκαν ως αδήριτη αναγκαιότητα και ώριμη επιλογή. Ως εκ τούτου δημιουργήθηκε και συντηρείται ένα έλλειμα δημοκρατίας, καθώς η λαϊκή επιλογή δεν έγινε πολιτική πράξη.
Όταν όμως συμβαίνει αυτό συνήθως εδραιώνονται – κυριαρχούν οι αντίθετες από τις εκφρασμένες απόψεις και μάλιστα ως αυταπόδεικτη αλήθεια ,αδήριτη αναγκαιότητα, ώριμη επιλογή. Δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο έλλειμμα δημοκρατίας αφού η λαϊκή επιλογή δε γίνεται πολιτική πράξη.
Θα μπορούσαμε κατά τη γνώμη μου να ξεπεράσουμε τις φαινομενικές δυσκολίες που προκάλεσε το εκλογικό αποτέλεσμα αν δεχόμασταν και αποδεικνύαμε στην πράξη πως η δημοκρατία απαιτεί υψηλή αίσθηση πολιτικής, ανοικτό μυαλό, κουλτούρα συλλογικής διακυβέρνησης, διάθεση αποδοχής της διαφορετικής άποψης, ικανότητα σύνθεσης.
Δεν καθορίζεται μόνο από νομοθετήματα, είναι δυνατό να υπερβεί νομικά πλαίσια και να αναδειχτεί ως πράξη ευθύνης της εξουσίας και των πολιτών.
Οι «δυσκολίες» που προέκυψαν μετά το δεύτερο γύρο των εκλογών τον Ιούνιο του 2019 για τη διακυβέρνηση των ΟΤΑ ερμηνεύει αφενός γιατί στην Ελλάδα σε πολλές εκλογικές διαδικασίες χρησιμοποιούνται παραλλαγές εκλογικών συστημάτων με στόχο να εξασφαλίσει η εκλογική διαδικασία αυτοδύναμα σχήματα εξουσίας. Από την άλλη πλευρά όμως αποδεικνύει πως έχει μεγαλύτερη σημασία για το πολιτικό προσωπικό η ανάγκη να καλύψει το ζήτημα της διοίκησης από το να ακολουθήσει τη λαϊκή εντολή.
Δηλαδή μοιάζει να έχει μεγαλύτερη αξία η εξουσία από την πολιτική. Αποτελεί άραγε αυτό απόδειξη μιας παραδοχής για το επίπεδο της δημοκρατίας που θέλουμε, για την πολιτική παιδεία που χαρακτηρίζει το πολιτικό προσωπικό, για τις ανασφάλειες που οδηγούν όχι σε μια πραγματική αγωνία για τον τόπο αλλά σε ικανοποίηση υπαρξιακών ζητημάτων και προσωπικών φιλοδοξιών;
Ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης στο βιβλίο του «Ελληνική πολιτική παιδεία» αποτυπώνει με πολύ σαφή τρόπο την πολιτική ζωή της χώρας:
«Είμαστε στο 1990 όταν το fast, το spot και η διαρκής λιτανεία των γκάλοπ κατήργησαν το Λόγο, την Πολιτική, τη Δημοκρατική Ανάδειξη των Αντιπροσώπων. Αντί για την ανάκτηση της αναλυτικής δομικής σκέψης, του Ορθού λόγου που ήταν το ζητούμενο, η χώρα οπισθοδρόμησε στον εύκολο δρόμο της ξύλινης, ψευτοθεσμικής τυπικότητας και επιφανειακότητας και της δημοσιογραφικής ημιμάθειας, των παραπολιτικών σχολίων και επιφυλλίδων».
Η «δυσκολία» λοιπόν του Ιούνη ήταν στην πραγματικότητα μια προκλητική ευκαιρία απόδειξης και επιβεβαίωσης μιας πολιτικής παιδείας αξιοποίησης ιδεών, σχεδίου και της κουλτούρας συλλογικής διακυβέρνησης που συνήθως επικαλούνται οι νικητές των εκλογών τονίζοντας τη βραδιά του θριάμβου τους, πως υπάρχει ένας αντίπαλος «τα προβλήματα των πολιτών» .
Η πράξη όμως στις περισσότερες των περιπτώσεων και μάλιστα σε συντριπτικό ποσοστό απέδειξε ότι το πρόταγμα ήταν τελικά η εξουσία.
Γι’ αυτό και έγινε ασμένως αποδεκτός από τους νικητές του δευτέρου γύρου των εκλογών και εφαρμόστηκε άμεσα ο νόμος 4623/2019 που αλλοίωνε την εκλογική ετυμηγορία και έδινε την απόλυτη πλειοψηφία σε όλες τις επιτροπές των δήμων και των περιφερειών, καθώς και στα διοικητικά συμβούλια των επιχειρήσεων τους, στην παράταξη του εκλεγμένου δημάρχου ή περιφερειάρχη. Εξαιτίας αυτής της πριμοδότησης αποκλείστηκε από τα συμβούλια αυτά η συμμετοχή εκπροσώπων, εκλεγμένων παρατάξεων των συμβουλίων.
Στη διάρκεια του χρόνου και με αφορμή την κρίση της πανδημίας υπήρξε μια σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων που μετέφεραν αρκετές αρμοδιότητες σε επιτροπές –που πλέον είχαν διαμορφωμένες πλειοψηφίες αναντίστοιχα με το εκλογικό αποτέλεσμα- με αποτέλεσμα να έχουν τα συμβούλια δευτερεύοντα ρόλο.
Συνέπεια αυτών είναι η αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος, ο αποκλεισμός της άποψης της λαϊκής πλειοψηφίας, η ανάδειξη ενός συγκεντρωτισμού που σε βάθος χρόνου θα οδηγήσει στην αποδυνάμωση της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Είναι δεδομένο ότι όλα τα παραπάνω εδράζονται σε μια προφανή συντηρητικοποίηση της κοινωνίας, η οποία κυρίως οφείλεται στην αδυναμία διαμόρφωσης οράματος και πολιτικού σχεδίου που θα αναδείξει τις προοπτικές των τοπικών κοινωνιών δημιουργώντας βάθος στη δημοκρατική διακυβέρνηση της χώρας.
Γιατί είναι προφανές πως η συσσώρευση πληθυσμού στα αστικά κέντρα αποστέωσε τη χώρα, διαμορφώθηκε και διαμόρφωσε συνθήκες μιας οικονομίας παροχής υπηρεσιών που δεν αξιοποιεί τον πλούτο της, ενώ σε επίπεδο κοινωνίας όξυνε τις αντιθέσεις οι οποίες όμως δεν οδήγησαν σε ανατρεπτικές διαδικασίες αφού δεν υπήρξε χώρος και δυναμική ανάπτυξης τους.
Κοινώς η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών εγκλωβίστηκαν σε ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής που διαμορφώθηκε παράλληλα με την αστικοποίηση της χώρας και οδήγησε την σκέψη σε ένα μονοδιάστατο και συγκεκριμένο αναπτυξιακό μοντέλο, την εντατική μονοκαλλιέργεια της οικονομίας παροχής υπηρεσιών.
Η οικονομική κρίση των προηγούμενων ετών και αυτή που προκύπτει από τα προβλήματα που δημιουργεί η εξέλιξη της πανδημίας οδηγούν σε πολιτικές και μέτρα που εντείνουν το συγκεντρωτικό μοντέλο διοίκησης στη λογική της λήψης άμεσων αποφάσεων που αντιμετωπίζουν καταστάσεις και όχι προφανώς τα προβλήματα καθώς αυτά έχουν δομικά χαρακτηριστικά.
Τα προβλήματα π.χ στην οικονομία δεν προέκυψαν εξαιτίας της κρίσης που δημιουργεί η πανδημία, αν και οξύνθηκαν προφανώς από αυτήν. Είναι όμως το αποτέλεσμα μιας στρεβλής κατά τη γνώμη μου αναπτυξιακής επιλογής που αποδεικνύει την απουσία πολιτικού σχεδίου και γνώσης των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας.
Η ιστορική μας διαμόρφωση από την άλλη μεριά αποδεικνύει ότι σε διάφορες περιόδους, συλλογικές διαδικασίες έδωσαν λύσεις αξιοποιώντας ιδέες γνωστές στο συλλογικό μας υποσυνείδητο (αγορά του Δήμου, κοινότητες, συνεταιρισμοί –πριν τη στρέβλωση της ιδέας-αυτοδιοίκηση) με αποδεδειγμένα εντυπωσιακά αποτελέσματα στη διοίκηση, την παραγωγή και την ανάπτυξη.
Η αντίληψη της υποκατάστασης όλων αυτών από το μοντέλο ανάδειξης ηγετών που κουβαλούν στις πλάτες τους τα όνειρα του λαού μας γυρίζει πολλά χρόνια πίσω, σε συντηρητικές αντιλήψεις-πρακτικές διοίκησης.
Η τελευταία κρίση που δημιούργησε η εξάπλωση του κορωνοϊού πρέπει να μας προβληματίσει έντονα και να οδηγήσει αποφασιστικά σε ένα άλλο τρόπο ζωής, που θα ικανοποιείται από ένα διαφορετικό αναπτυξιακό πρότυπο ενδογενούς ανάπτυξης και από ένα συλλογικό μοντέλο διοίκησης.
Για να θυμηθούμε ξανά τη φράση που λέγαμε στις δύσκολες για τον τόπο μας εποχές:
«Δεν υπάρχουν αδιέξοδα στη Δημοκρατία»
*Ο Αναστάσιος Τσατσάκης είναι δημοτικός σύμβουλος Ηρακλείου με την παράταξη «Ενεργοί Πολίτες»
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο site newshub.gr . Δείτε το εδώ