Ποτέ δε θεώρησα ότι η ενασχόληση μου με το ποδόσφαιρο ήταν αναντίστοιχη με τις αναζητήσεις, την ιδεολογία και την κουλτούρα μου. Και αυτό γιατί θεωρώ ότι το ποδόσφαιρο είναι η επιτομή του κοινωνικού μας γίγνεσθαι, συγκεντρώνει όλες τις φάσεις εξέλιξης και πτώσης της κοινωνίας μας και αποτελεί ακτινογραφία της κρίσης που βιώνει μια χώρα. Θεωρώ δε ότι ο «καθωσπρεπισμός» και η «ποιότητα» των ανθρώπων που φτύνουν μετά βδελυγμίας τον κόρφο τους όταν ακούν τις λέξεις μπάλα, πρωτάθλημα, ομάδες, φίλαθλοι, οπαδοί είναι απλώς ένας στρουθοκαμηλισμός, μια στρεβλή αντίληψη της κουλτούρας των λαών.
Γιατί πολύ απλά μέσα από τα παιχνίδια αναδεικνύονται τα διαφορετικά χαρακτηριστικά κάθε λαού, μέσα από τη φιλοσοφία της οργάνωσης και της διεξαγωγής των πρωταθλημάτων διαφαίνεται η κατάσταση κάθε κοινωνίας.
Δεν είναι αντίστοιχη, σήμερα ας πούμε, η σήψη του ελληνικού ποδοσφαίρου στην κορυφή της πυραμίδας του, με τη σήψη που οδήγησε την ελληνική κοινωνία στην οικονομική αποδιοργάνωση;
Ποιος αρνείται το γεγονός ότι η οικονομική κρίση είναι το αποτέλεσμα μιας κρίσης που πρώτα και κύρια ήταν κρίση θεσμών, αξιών, ηθικής, προσώπων που ηγήθηκαν της χώρας και καταστρατήγησαν κάθε έννοια νομιμότητας. Ανάλογα φαινόμενα δε ζούμε και στο ποδοσφαιρικό μας γίγνεσθαι;
Δεν προσπαθώ να «ιδεολογικοποιήσω» το ποδόσφαιρο ούτε να «ποδοσφαιροποιήσω» την πολιτική ζωή (αν και αυτό θα ήταν πολύ εύκολο).
Νομίζω ότι η φράση «εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω» συνάδει με όσα μέχρι τώρα ανέφερα. Δεν έχουμε παρά να ρίξουμε μια ματιά στα ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα και γενικότερα τον αθλητισμό, έτσι όπως αυτός εξελίσσεται σε διάφορες χώρες, για να επιβεβαιώσουμε το παραπάνω.
Το Γερμανικό ποδόσφαιρο και το παιχνίδι αυτό καθαυτό, είναι οργανωμένο, έχει διάρκεια και αρχές, όπως το γερμανικό κράτος στο οποίο συνήθως αναφερόμαστε ζηλεύοντας την οργάνωση και την αποτελεσματικότητά του.
Το Αγγλικό στηρίζεται στη δύναμη, το πάθος, αρκετές φορές είναι προβλέψιμο και μονότονο, μοιάζει με το φυσικό περιβάλλον και την τακτική μιας δύναμης (κρατικής) που στο διηνεκές ήθελε να κυριαρχεί..
Το Λατινοαμερικάνικο είναι πιο φαντεζί, σχεδόν άναρχο και λίγο αλήτικο σαν αγώνας επιβίωσης.
Ένας τελευταίος παραλληλισμός: το ποδόσφαιρο ως άθλημα ήταν κατ’ εξοχήν λαϊκό, αναδείκνυε, στο επίπεδο του παιχνιδιού, τις ατομικές δεξιότητες και την αρετή της συνεργασίας και στο επίπεδο των φιλάθλων και οπαδών ξανάφερνε στη μνήμη την αρχαία τέχνη της ειρωνείας και του πειράγματος στο πλαίσιο των ζωντανών ανθρώπινων σχέσεων.
Όταν διαπιστώθηκε ότι η διεισδυτικότητα του στις μάζες ήταν μεγάλη, αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος ενασχόλησης σε επίπεδο παραγόντων, όσων μέσα από αυτό θα αποκτούσαν κοινωνικά ερείσματα, που σε τέτοιο βαθμό, ήταν δύσκολο να καταφέρουν με άλλο τρόπο. Γύρω από αυτό γιγαντώθηκε μια ολόκληρη βιομηχανία κέρδους που περιλαμβάνει managers, μέσα ενημέρωσης, επιχειρηματίες κ.λπ. κι έτσι έχασε τα αρχικά προσδιοριστικά του χαρακτηριστικά, όχι αναφορικά με τον φίλαθλο κόσμο, αλλά κυρίως ως προς τους στόχους που μέσω του ποδοσφαίρου θα πετύχαιναν οι λογής – λογής εμπλεκόμενοι σε αυτό.
Περίπου ή ακριβώς τα ίδια συμβαίνουν, σε ιστορική εξέλιξη, με την κοινωνική και πολιτική ζωή. Οι άριστοι του κράτους, που ασχολούνταν με τον τόπο τους ανιδιοτελώς με όραμα και στόχους, αντικαταστάθηκαν σε ένα βαθμό από αυτούς που, διαμέσου της πολιτικής, προσβλέπουν στην οικονομική και κοινωνική τους καταξίωση. Το σκηνικό και εδώ συμπληρώνεται από μέσα μαζικής ενημέρωσης, managers, εργολάβους κ.λπ.
Υπάρχουν κι εδώ κατά μια έννοια οπαδοί και φίλαθλοι αφού όπως πολύ εύστοχα είπε κάποιος «το σημερινό κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό σύστημα μετατρέπει τους πολίτες σε καταναλωτές». Στο ποδόσφαιρο, την πολιτική και την κοινωνία λοιπόν, έχουμε καταναλωτές προϊόντων χωρίς όμως να έχουμε παραγωγή.
Και αυτό είναι το παράδοξο της εποχής. Στα ποδοσφαιρικά γήπεδα το θέαμα είναι εισαγόμενο και χαμηλής ποιότητας, στο «θέατρο της πολιτικής» δεν έχουμε αυτόνομη παραγωγή ιδεολογίας και οράματος και χειροκροτούμε κακόγουστες φάρσες.
Και στις δύο περιπτώσεις καταλυτικό ρόλο δεν παίζει πολλές φορές η προσωπικότητα και η λογική κρίση των πολιτών, αλλά η εικόνα που διαμορφώνουν τα μέσα ενημέρωσης που κάποιες φορές αναδεικνύονται σε κινητήρια δύναμη των εξελίξεων.
Εντούτοις, ελάχιστοι από μας αρνήθηκαν την κοινωνία, έφτιαξαν την ουτοπία τους και έζησαν με αυτήν. Οι υπόλοιποι, είτε αποδέχτηκαν τις καταστάσεις και συμμετείχαν σ’ αυτές, είτε συγκρούστηκαν πειθόμενοι σε αρχές αξίες και ιδανικά «απολαμβάνοντας» αρκετές φορές την μοναξιά του αγώνα τους.
Είναι βαθιά πίστη μου πως τις πιο πολλές φορές αξίζει να είσαι μόνος, με την πολύτιμη παρέα των συντρόφων σου στον αγώνα τον καλό, γιατί έτσι τουλάχιστον παραμένεις υγιής.
* O κ.Αναστάσιος (Τάσος) Τσατσάκης είναι ΕΤΕΠ στο ΤΕΙ Κρήτης και υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με την παράταξη «Ηράκλειο Ενεργοί Πολίτες».
πηγή cretalive.gr